- ὀξυβουλία
- ὀξῠ-βουλία, ἡ,A quickness of counsel, Sch.B Il.10.204 (better ὀξυλαβία, as Sch.T).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυβουλία — ὀξυβουλία, ἡ (Α) ταχεία σκέψη, γρήγορη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερο βουλία] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek